πτερίς

πτερίς
πτερίς
male fern
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτέρις — πτέρῑς , πτέρις male fern fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πτέρις male fern fem nom sg πτέρις male fern fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • πτέρις — η βλ. φτέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτέρει — πτέρις male fern fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτέρεϊ , πτέρις male fern fem dat sg (epic) πτέρις male fern fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρεις — πτέρις male fern fem nom/voc pl (attic epic) πτέρις male fern fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέριν — πτέρις male fern fem acc sg πτέρις male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροῖν — πτέρις male fern fem gen/dat dual (attic epic doric) πτερόν feathers neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδα — πτερίς male fern fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδες — πτερίς male fern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερίδι — πτερίς male fern fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”